Διαστής

Διαστής
Διαστής, ο (Α)
1. λάτρης τού Δία
2. Διασταί
οι κάτοικοι τού Δίου τής Πιερίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαστῇς — διαστάζω leak fut ind act 2nd sg (doric) διίστημι set apart aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηρικοδιαστής — ὁ, Μ αυτός που υφαίνει μεταξωτά υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + διαστής (< διάζομαι «ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό, υφαίνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”